- σωματικωτέρα
- σωματικωτέρᾱ , σωματικόςoffem nom/voc/acc comp dualσωματικωτέρᾱ , σωματικόςoffem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματικωτέρᾳ — σωματικωτέρᾱͅ , σωματικός of fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικώτερα — σωματικός of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέρας — σωματικωτέρᾱς , σωματικός of fem acc comp pl σωματικωτέρᾱς , σωματικός of fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέραν — σωματικωτέρᾱν , σωματικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματικωτέραις — σωματικός of fem dat comp pl σωματικωτέρᾱͅς , σωματικός of fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)